- αφομοιώνομαι
- αφομοιώνομαι, αφομοιώθηκα, αφομοιωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκπέσσω — ἐκπέσσω (Α) και αττ. τ. ἐκπέττω και ἐκπέπτω 1. μαγειρεύω καλά, για πολλή ώρα 2. (για ζώα) χωνεύω εντελώς 3. (για φυτό) ωριμάζω 4. (για τροφή) αφομοιώνομαι 5. (για αβγό) εκκολάπτω 6. (για απόστημα) γεμίζω πύον … Dictionary of Greek
προσκρίνω — Α [κρίνω] 1. επιδικάζω 2. προδικάζω 3. παθ. προσκρίνομαι α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.) β) (φιλοσ.) ενώνομαι με κάτι, αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.) … Dictionary of Greek
συλλεαίνω — και ιων. τ. συλλειαίνω Α 1. λειαίνω κάτι τρίβοντάς το με κάτι άλλο 2. (απλώς) αλέθω, κοπανίζω κάτι 3. μτφ. (για σάλο) κοπάζω, καθησυχάζω 4. παθ. συλλεαίνομαι μτφ. αφομοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεαίνω / λειαίνω] … Dictionary of Greek